«Ο εραστής είναι ένας ξένος που κρύβεται, ένας κατάσκοπος που μεταμφιέζεται..»

29.01.2017
«Ο εραστής είναι ένας ξένος που κρύβεται, ένας κατάσκοπος που μεταμφιέζεται..»

Είναι ξυπόλητη και τα πόδια της κρυώνουν στο κρύο πάτωμα.

Τρέχει στο διάδρομο, ανοίγει την πόρτα του δωματίου τους, πετάει το νεσεσαίρ σε μια γωνιά και μπαίνει ορμητικά στο κρεβάτι τους. 

Ήδη το σώμα του το έχει λιγάκι ζεστάνει.

Τα σεντόνια είναι από σκληρό λινό, μυρίζουν μπουγάδα.

Απέξω ο πλάτανος συνεχίζει να ξεφυλλίζει τετράδια.

Στριμώχνεται κοντά του και θέλει να του πει πως οι διάφοροι ήχοι παίρνουν άλλη αξία τη νύχτα στο σκοτάδι.

Περνά το χέρι της γύρω απ΄τη γυρισμένη πλάτη, το τυλίγει γλυκά και περιμένει με λαχτάρα την ανταπόκρισή του.

Εκείνος δεν κινείται, το σφίγγει κι άλλο κι ακουμπά το μάγουλό της στη ραχοκοκαλιά του. Α

κούγεται ως εδώ ο κανονικός χτύπος της καρδιάς του. Τον περιμένει κι αυτός δεν γυρίζει.

Σε λίγο το ξέρει καλα: έχει αποκοιμηθεί.

Η απογοήτευσή της γίνεται οργή και δάκρυα. Θέλει να τον ξυπνήσει, να τον τινάξει, να του πει με κλάματά και φωνές τα παράπονά της.

[...]

Νιώθει να τον μισεί που την αφήνει έτσι. Πάλι σε φυλακή μοναξιάς την αφήνει, πιο μόνη κι απ΄όταν ήταν μακριά του την αφήνει γιατί εδώ, κοντά του, δεν έχει να ελπίζει πως θα έρθει.

Ήρθε και λείπει, η πνοή του είναι πνοή ύπνου, το σώμα του κενό, ολόκληρη μεταμορφώθηκε σε μια επόκληση χωρίας ανταπόκριση.

Επιστρέφει πάνω της η επίκλησή της, πέτει στο κορμί της σαν κτήνος και την βιάζει.

Η αγάπη είναι και παγωμένη. Κρύα σα νερό στη σάρκα το χειμώνα, κρύα σα δρόμος αδιέξοδος, άσπρος σαν το νυχτικό της.

Τον μισεί που την απογοητεύει. Μόλις πάει να γοητευτεί την απογοητεύει, άθελά του, ανυποψίαστα, χαζά κι αυτό χειροτερεύει τα πράγματα, τα απελπίζει.

Τον μισεί που τον έχει ανάγκη, που τον περιμένει, που σπάνια έρχεται.

Τον μισεί που τη βγάζει μεσοπέλαγα κι ύστερα την εγκαταλείπει.

Στέκει μόνη και κρυώνει και κρυώνει ανάμεσα σε φωτιές, αισθάνεται μια αηδία πολέμου.

Ο εραστής είναι ο αντίπαλος.

Οι επιχειρήσεις του έρωτα συνεχώς αποδεικνύονται αποτυχημένες.

Ο άλλος δεν κατακτιέται τελικά, γιατί ο άλλος δεν γνωρίζεται.

Ο εραστής είναι ένας ξένος που κρύβεται, ένας κατάσκοπος που μεταμφιέζεται, ένας εχθρός που ψηλώνει σαν σκιές σούρουπου.

Παίζουν την τυφλόμυγα, ψάχνει ο ένας τον άλλον με δεμένα μάτια, μ'απλωμένα χέρια, χάνονται στο λαβύρινθο.

Κι ο λαβύρινθος του έρωτα είναι ο χειρότερος, είναι απλωμένος πάνω στην έρημο, χωρίς καν βοηθητικούς τοίχους.

 

Μάρω Βαμβουνάκη, «Ο αντίπαλος εραστής» -απόσπασμα