Μαμά, όταν μεγαλώσω θα γίνω ρατσιστής;

09.04.2014
Μαμά, όταν μεγαλώσω θα γίνω ρατσιστής;

Μουσείο Ακρόπολης μεσημεράκι. Μια σχολική τάξη με τους δασκάλους της περιμένει ζωηρά τη σειρά της για να μπει στο μουσείο και να ξεναγηθεί στις αίθουσες, που φέρουν κάτι από το άρωμα της μακρινής αρχαιότητας.

Οι μαθητές και οι μαθήτριες θα 'ναι δε θα 'ναι δέκα χρονών. Χαζολογώντας τα πιτσιρίκια, περνώντας από δίπλα τους, βλέπω ένα αγοράκι να μιλάει στο κινητό του και ταυτόχρονα να ουρλιάζει προς τους συμμαθητές του: «Απομακρυνθείτε παιδιά! Θα έρθει ο αστυνομικός!»

Η μητέρα από την άλλη άκρη του τηλεφώνου, προφανώς αναρωτιέται τι συμβαίνει, για να της εξηγήσει ο μικρός της ότι: «Τίποτα μαμά. Είναι κάτι αράπηδες εδώ και ήρθε πριν ο αστυνομικός και τους πήρε τα πράγματα!».

Περιττή επεξήγηση: Οι έγχρωμοι μετανάστες είναι οι «αράπηδες» και ως γνωστόν η δημοτική αστυνομία, εκτελώντας το «καθήκον» της προς... όφελος της ελληνικής οικονομίας, κατάσχει την πραμάτεια τους.

Ένα επικίνδυνα δυνατό ξέσπασμα γέλιου από τον ίδιο πιτσιρικά μου διαπερνά βίαια την ψυχή. Καμία μητρική επίπληξη δεν ακολουθεί προφανώς. Η μανούλα-μητέρα-μαμά μάλλον γαλουχεί αναλόγως το μικρό ρατσιστή της και περισσότερο περήφανη, σε έναν ωκεανό ηλιθιότητας και διαστρεβλωμένης πραγματικότητας, την έφερα στο μυαλό μου.

Οι δάσκαλοι δεν άκουσαν τίποτα. Κανένας συμμαθητής ή συμμαθήτρια δεν αντέδρασε και όλα συνέχισαν να κυλούν όμορφα εκείνη την εκδρομική μέρα. Οι πλανόδιοι μετανάστες διαλαλούσαν πιστά το εμπόρευμα τους.

Σαν τον γιαπωνέζικο μύθο με τους τρεις πιθήκους, όπου ο καθένας «σφραγίζει» και από ένα μέρος του προσώπου του: τα μάτια για να μη βλέπει, το στόμα για να μη μιλάει και τα αυτιά για να μην ακούει.

Έμεινα άναυδη και εξοργισμένη. Τα παιδιά εκφράζουν αυθόρμητα αυτό που σκέφτονται, μιμούμενα πάντα τα πιο οικεία τους πρότυπα. Όσο αγνά μπορεί να εκδηλώσουν τις απορίες και τις σκέψεις τους, τόσο ανερυθρίαστα στέκουν μπροστά στην ασχήμια, με την οποία τα δηλητηριάζουν. Γονείς, τηλεόραση, σχολείο σκέφτηκα αμέσως. Θεμελιώδη και πρωταρχικά ερεθίσματα όταν είσαι δέκα χρονών, έτσι δεν είναι;

Σκέφτηκα πώς θα μπορούσα να αντιδράσω. Θα έπρεπε να μιλήσω άραγε στον μικρό εκείνη τη στιγμή; Και τι θα άλλαζε; Στον δάσκαλο; Ίσως. Αλλά τελικά κοντοστάθηκα και μούδιασα. Συνέχισα να περπατώ και σκεφτόμουν ότι όλοι αυτοί οι κοινωνικά αποδεκτοί και νομιμοποιημένοι «κηδεμόνες» (εντός και εκτός εισαγωγικών) φουσκώνουν τα παιδιά με εθνική υπερηφάνεια για τα αρχαία ελληνικά κειμήλια τού μουσείου, χωρίς πρώτα να τους ποτίζουν την ψυχή με τον θεμελιώδη σεβασμό στην ανθρώπινη ύπαρξη. Τους επιβάλλουν μια «αόρατη» εκτίμηση για κάτι που τα πιτσιρίκια δεν αντιλαμβάνονται ελλείψει γνώσεων, ενώ δεν συζητούν μαζί τους για την αξιοπρέπεια, το σεβασμό στη διαφορετικότητα για ένα ζωντανό πλάσμα που αντικρίζουν δίπλα τους και ζει στη διπλανή πόρτα ή κάθεται στο διπλανό θρανίο.

Μετά από μέρες αφηγήθηκα το στιγμιότυπο σε μια νεαρή φίλη, δασκάλα τής έκτης δημοτικού και τη ρώτησα τι μπορεί να κάνει εκείνη ως εκπαιδευτικός. Η απάντησή της με έκανε ακόμα πιο σκεπτική και σκυθρωπή: «Τα παιδιά έρχονται ήδη με πλασμένες συνειδήσεις από το σπίτι τους και όταν εμένα με πιέζουν να βγάλω μια συγκεκριμένη ύλη, τρέχω να διεκπεραιώσω πρώτα αυτό, με αποτέλεσμα να μην προλαβαίνεις τελικά ως δάσκαλος να ασχοληθείς με τα ουσιώδη».

Θα έλεγα πως αυτό το περιστατικό αντανακλά και βάζει στο μικροσκόπιο ένα σημαντικό κομμάτι τής ελληνικής και ελληνοπρεπούς πραγματικότητας, με το ρίσκο να ακουστώ γραφική... Ας αναρωτηθούμε για τα συμπεράσματα.

tzeni tsiropoulou, 20/07/2011 © tzenitsiropoulou.wordpress.com

Πηγή: enfo.gr