Η τυραννία των διακοπών

25.08.2017
Η τυραννία των διακοπών

Παρατηρούσα με προσοχή τις αντιδράσεις του.

Ήταν ένας μεσήλικας, εκεί κοντά στα πενήντα με πενήντα πέντε. Συνομήλικος.

Καθόταν στη σκιά της ομπρέλας και διάβαζε. Ήταν ένα ογκώδες βιβλίο. Δεν κατάφερα να διακρίνω τον τίτλο. Ήταν φανερό πως βαριόταν.

Βαριόταν που ήταν εκεί, βαριόταν που διάβαζε, βαριόταν να βουτήξει, βαριόταν να μιλήσει με τη σύζυγο, βαριόταν να παίξει με τα παιδιά του.

Βυθισμένος στο καπέλο του και στον ιδρώτα που έσταζε από όλο του το κορμί, δυσανασχετούσε. Ήταν προφανές πως δεν ήθελε να είναι εκεί.

Που και που σήκωνε το κεφάλι του και έβλεπε τις ευειδείς νεαρές με ένα ύφος που φανέρωνε τη νοσταλγία για τα νιάτα του. Όχι, δεν κοιτούσε με το σύνηθες βλέμμα όσων αντικρίζουν χαμένους παραδείσους. Κοιτούσε με το ύφος των ανθρώπων που συνειδητοποιούν πως αυτό που θα μπορούσαν να κάνουν, δεν το έκαναν.

Κάποια στιγμή σηκώθηκε. Τεντώθηκε ένοχα και διστακτικά και έσυρε το κορμί του μέχρι τη θάλασσα. Έβρεξε τα πόδια του, τα χέρια του, την πλάτη, το πρόσωπο, χαμογέλασε αυστηρά στον μικρό του γιο που τον πιτσιλούσε με το νερό και έδωσε μια και βούτηξε.

Θα ήθελε να μην ξαναβγεί από το νερό. Θα ήθελε να μείνει εκεί στη δροσιά και τη γαλήνη. Μακριά από αυτή την τυραννία.

Όμως ξαναβγήκε. Γύρισε προς την ακτή. Κούνησε καταφατικά το κεφάλι στη γυναίκα του που του φώναξε πως ήρθε η ώρα να φύγουν. Το φαγητό τους περίμενε.

Βγήκε αργά, σκουπίστηκε αργά, μίλησε για λίγο με τον φίλο του στη διπλανή ξαπλώστρα, μάλλον για το στοίχημα, δεν άκουγα καθαρά.

Έβαλε τις σαγιονάρες του τινάζοντας την άμμο, άλλαξε μαγιό με την πετσέτα στη μέση, μάζεψε τα πράγματα, φορτώθηκε την τσάντα και τα σωσίβια και τις μπάλες και τα παιχνίδια των παιδιών και ξεκίνησε να ακολουθεί τη γυναίκα του που ήδη προπορευόταν.

Κουραστικό είναι αλήθεια. Και αδιέξοδο.

***

Tasos Papanastasiou