Franz Kafka - Ανακοίνωση σε μια Ακαδημία

23.07.2017
Franz Kafka - Ανακοίνωση σε μια Ακαδημία

Αξιότιμοι κύριοι Ακαδημαϊκοί!

Μου κάνατε τιμή, που με προσκαλέσατε να κάνω εισήγηση στην Ακαδημία για την προηγούμενή μου ζωή πού πέρασα ως πίθηκος.

Με την έννοια αυτή δε μπορώ δυστυχώς να ανταποκριθώ στην πρόσκληση. Με χωρίζουν πέντε χρόνια σχεδόν από τη ζωή του πιθήκου, ένα χρονικό διάστημα πού είναι μικρό στα μέτρα τού ημερολόγιου, αλλά απέραντο, όταν κανείς είναι αναγκασμένος να το περάσει καλπάζοντας, όπως έκανα εγώ, συντροφιά με εξαίρετους πότε πότε ανθρώπους, με συμβουλές, με επιτυχίες, με ορχήστρες συμφωνικής μουσικής, αλλά πάντοτε μόνος, γιατί ή κάθε συντροφιά, για να πούμε την αλήθεια, σταματούσε μακριά από το φράγμα. Πάντως οι επιδόσεις μου αυτές θα ’ταν αδιανόητες, αν είχα προσκολληθεί πεισματικά στην καταγωγή μου και στις αναμνήσεις της νιότης μου.

Ακριβώς, ή παραίτηση από κάθε πείσμα ήταν ή πιο υψηλή εντολή πού έδωσα στον εαυτό μου. Εγώ, ο ελεύθερος πίθηκος, μπήκα κάτω απ’ το ζυγό. Κι έτσι οι αναμνήσεις μου όλο και περιορίζονταν. Στην αρχή, αν το ’θελαν οι άνθρωποι, είχα ελεύθερη την επιστροφή από την πύλη του ούρανοι, πού σχηματίζεται πάνω από τη γη, άλλα με το εξελικτικό μου προχώρημα άρχισε να γίνεται στενή και χαμηλή. Πιο καλά και πιο προφυλαγμένος ένιωσα μέσα στους ανθρώπους. Ή θύελλα, πού την ένιωθα πίσω μου στο παρελθόν να λυσσομανά, άρχισε να κοπάζει. Σήμερα δεν είναι παρά ένα ελαφρό αεράκι, πού μου δροσίζει τις φτέρνες. Και το άνοιγμα, εκεί στο μακρινό παρελθόν, απ’ όπου κάποτε προήλθα, έγινε τόσο στενό, πού θα έβγαζα το δέρμα μου, αν είχα τη δύναμη και τη θέληση για να ξαναπάω πίσω και να περάσω αυτό το άνοιγμα. Για να τα πω πιο ξεκαθαρισμένα, όσο και να διαλέγω εικόνες για τις εκφράσεις μου, θέλω να πω το εξής: η δική σας ζωή, που προέρχεται από τον πίθηκο, αν έχετε τέτοια ζωή, δεν είναι πιο μακρινή από ότι είναι ή δική μου. Στη φτέρνα γαργαλεύονται όσοι περπατούν πάνω στη γη. Ο μικρός χιμπατζής κι ο μεγάλος Αχιλλέας.

Αλλά με περιορισμένη έννοια μπορώ  ίσως να απαντήσω στα ερωτήματά σας και το κάνω ευχαρίστως. Το πρώτο πού έμαθα ήταν να κάνω χειραψία. Η χειραψία σημαίνει ανοιχτό άνθρωπο. Θα ’ταν ιδεώδες να μπορούσα σήμερα, στο πιο ψηλό σημείο της σταδιοδρομίας μου, να προσθέσω στην ανοιχτή χειραψία και τον ανοιχτό λόγο. Βέβαια δε λέω τίποτα το νέο στην ακαδημία και δε μπορώ να αναπτύξω τέλεια το θέμα πού μου ζήτησαν, ούτε μπορώ να τα διηγηθώ όλα, παρόλη την καλή μου διάθεση. ’Αλλά με όσα θα σάς πω, θα φανεί πώς ένας πίθηκος μπήκε κι εγκαταστάθηκε στον κόσμο το δικό σας:

Κατάγομαι από τη Χρυσή Ακτή. Για να σάς πω πώς πιάστηκα, στηρίζομαι σε περιγραφές ξένων. Μια ομάδα κυνηγοί της εταιρίας Χάγκενμπεκ -με τον αρχηγό της από τότε άδειασα πολλά μπουκάλια κόκκινο κρασί-κρύφτηκαν πίσω από κάτι θάμνους της όχθης, όταν με ένα κοπάδι πλησίασα το βράδυ για να πιώ νερό. Πυροβόλησαν και χτυπήθηκα μόνο εγώ- δέχτηκα δυο σφαίρες. Μια στο μάγουλο, κάπως ελαφριά. Ωστόσο μου άφησε μια μεγάλη κόκκινη ουλή πού είχε ξεριζώσει τα γένια. ’Αποτέλεσμά της είναι το όνομα Κοκκινόπετρος, ένα όνομα αποκρουστικό και φοβερά αποτυχημένο. Νομίζει κανείς πώς το έχει βγάλει πίθηκος, σα να ’ναι αυτό το σημάδι στο μάγουλο πού με ξεχωρίζει από το ρωμαλέο και πολύ γνωστό πίθηκο Πέτρο πού είχε ψοφήσει λίγο πριν. Αυτά σα μια παρένθεση.

Η δεύτερη σφαίρα με χτύπησε κάτω από το γοφό. Ήταν βαριά και γιατί τώρα κουτσαίνω λίγο. Τελευταία διάβασα ένα άρθρο ενός από τις δέκα χιλιάδες των λαγωνικών, πού γράφουν για μένα στις εφημερίδες: δεν έχω ακόμα καταπνίξει την πιθήκισα φύση μου. Απόδειξη, πώς μού αρέσει να βγάζω τα παντελόνια μου, σαν έρχονται επισκέψεις, για να δείξω το μέρος, όπου καρφώθηκε η σφαίρα. Αυτού τού δημοσιογράφου πρέπει να τού βγάλουν όλα τα δάχτυλα πού τα χρησιμοποιεί για να γράφει. Εγώ, εγώ μπορώ να βγάζω τα παντελόνια μου μπροστά σ’ όποιον μου αρέσει. Δε βλέπει τίποτα έκτος από μια καλοπεριποιημένη γούνα και την ουλή πού άφησε εδώ πρέπει να διαλέξουμε για ένα ορισμένο σκοπό μια ορισμένη λέξη, πού δε θα παρεξηγηθεί- μια εγκληματική σφαίρα. Όλα είναι φανερά. Τίποτα δεν υπάρχει να κρύψει κανείς, όταν πρόκειται για την αλήθεια. Ό ιδεολόγος απορρίπτει πάντοτε τούς λεπτούς τρόπους. Αν όμως αυτός ό δημοσιογράφος έβγαζε τα παντελόνια του μπροστά σε επισκέψεις, αυτό θα ’ταν ασφαλώς πολύ διαφορετικό. Και το βρίσκω πολύ λογικό πού δεν το κάνει. Να με παρατήσει λοιπόν με τις λεπτότητές του.

Ύστερα από κείνες τις σφαίρες ξύπνησα -κι αιδώ αρχίζουν οι αναμνήσεις μου- μέσα σ’ ένα κλουβί, στο μεσαίο κατάστρωμα ενός πλοίου της Χάγκενμπεκ. Το κλουβί δεν είχε τέσσερις πλευρές· είχε μόνο τρεις, στερεωμένες σ’ ένα κασόνι, πού έκανε την τέταρτη πλευρά. Όλο το κλουβί ήταν πολύ χαμηλό, για να σταθώ όρθιος, και πολύ στενό, για να καθίσω κάτω. Καθόμουν λοιπόν με σπασμένα τα γόνατα, πού συνέχεια έτρεμαν. Είχα το πρόσωπό μου στραμμένο πηρός το κασόνι, γιατί δεν ήθελα να βλέπω άνθρωπο κι ήθελα να είμαι πάντοτε στο σκοτάδι. Πίσω οι βέργες από τα κάγκελα έμπαιναν στο κρέας μου. Τέτοια μέσα στην αρχή για τα άγρια ζώα οι άνθρωποι τα θεωρούν αναγκαία, και δε μπορώ παρά να συμφωνήσω σήμερα, υστέρα από την πείρα μου, πώς έτσι είναι στην πραγματικότητα, σύμφωνα με τις ανθρώπινες αντιλήψεις.

Τότε δε σκεφτόμουν με τον ίδιο τρόπο. Πρώτη φορά στη ζωή μου βρέθηκα σε αδιέξοδο. Μπροστά μου τουλάχιστο δεν έβλεπα τίποτα· ήταν ένα κασόνι- κάποιο σανίδι πού εφάρμοζε καλά πάνω σ’ άλλο σανίδι. Βέβαια ανάμεσα στα σανίδια, από πάνω ως κάτω, υπήρχε μια χαραμάδα, πού όταν την ανακάλυψα τη χαιρέτησα μ’ ένα ευτυχισμένο ουρλιαχτό της ηλιθιότητας μου. Στη χαραμάδα αυτή δε μπορούσα ούτε την ουρά μου να χώσω. Καμιά δύναμη πιθήκου δε μπορούσε να τη διευρύνει.

Έκανα τότε, όπως μου είπαν μετά, πολύ λίγη φασαρία. Έτσι έβγαλαν το συμπέρασμα πώς ή θα πέθαινα γρήγορα ή θα άντεχα στην πιο κρίσιμη περίοδο και τότε θα ήμουν κατάλληλος για πολύ σκληρές επιδόσεις. ’Άντεξα λοιπόν σ’ όλη αυτή τη διάρκεια. Πνιγμένοι λυγμοί, οδυνηρή έρευνα για ψύλλους, επίπονο γλείψιμο μιας κουκουνάρας, χτυπήματα με το κρανίο στο κασόνι -αυτές ήταν οι πρώτες ασχολίες της καινούργιας μου ζωής. Σ’ όλα αυτά όμως υπήρχε μια μοναδική συναίσθηση: καμιά διέξοδος. Φυσικά τώρα μόνο με ανθρώπινό λόγια μπορώ να εκφράσω αυτό πού ένιωθα τότε ως πίθηκος. Κι αν δε μπορώ να φτάσω την παλιά αλήθεια τού πιθήκου, αυτή χωρίς καμιά αμφιβολία θα βρίσκεται μέσα στην πορεία της διήγησής μου.

'ΩΣ τότε είχα, πολλές- διεξόδους ενώ τώρα καμιά. Ήμουν δεμένος για καλά. “Αν με κάρφωναν, δε θα είχα λιγότερη ελευθερία. Γιατί αυτό; Ξύσου ανάμεσα στα δάχτυλα των ποδιών, δε θα βρεις την αίτια- κόλλησε πίσω στη σιδερόβεργα, ώσπου να γίνεις δυο κομμάτια, δε βρίσκεις την αιτία. Δεν είχα λοιπόν διέξοδο κι έπρεπε να επινοήσω μια διέξοδο, γιατί χωρίς αυτή δε μπορούσα να ζήσω. Συνέχεια δίπλα στο κασόνι -ή θέση μου ήταν φοβερά αφόρητη, άλλα οι πίθηκοι της Χάγκεν-μπεκ ανήκουν στο κασόνι- και μια μέρα έγινε ή αλλαγή· σταμάτησα να είμαι πίθηκος. Ήταν μια όμορφη και λαγαρή ιδέα πού τη βρήκα με την κοιλιά, γιατί οι πίθηκοι σκέφτονται με την κοιλιά.

Φοβούμαι πώς οι άνθρωποι δεν καταλαβαίνουν ακριβώς τί εννοώ με τη λέξη διέξοδο. Μεταχειρίζομαι τη λέξη με την πλήρη και τη συνηθισμένη έννοια. Επίτηδες δεν αναφέρω τη λέξη ελευθερία. Δεν αναφέρομαι στο μεγάλο αίσθημα της ελευθερίας πού εκδηλώνεται σ’ όλες τις μορφές. Ως πίθηκος το ένιωσα και γνώριζα ίσως κι ανθρώπους πού το επιζητούσαν με λαχτάρα. ’Αλλά εγώ τουλάχιστο δε ζητούσα ελευθερία ούτε και σήμερα τη ζητώ. Παρένθεση: με την ελευθερία πολύ συχνά ξεγελιέται ό άνθρωπος. Και τότε ή απογοήτευση, πού γεννιέται, είναι τόσο υψηλό συναίσθημα, όσο είναι και το συναίσθημα της ελευθερίας. Πριν βγω στη σκηνή, συχνά έβλεπα καλλιτέχνες τού βαριετέ να κάνουν νούμερα με τραπέζια, ψηλά στο ταβάνι. Πήγαιναν με ορμή, λικνίζονταν, πηδούσαν, αιωρούνταν με σφιχτά χέρια στον αέρα, ο ένας κρατούσε τον άλλο από τα μαλλιά με τα δόντια. «Είναι κι αυτό ανθρώπινη ελευθερία» σκεφτόμουν, «θαυμάσια αυτοκίνηση». Συ, περίγελο της άγιας φύσης! Κανένα κτίσμα δε θα μπορούσε να σταθεί από τα γέλια τού πιθήκου, μπροστά σ’ αυτό το θέαμα.

Όχι, δε γύρευα ελευθερία. Μόνο μια διέξοδο. Δεξιά, αριστερά, κάπου τέλος πάντων. Δεν είχα άλλες απαιτήσεις. Ήθελα διέξοδο κι ας μην ήταν διέξοδος αλλά απογοήτευση. Η απαίτηση ήταν μικρή κι ή απογοήτευση το ίδιο. Να προχωρήσω λοιπόν, να προχωρήσω! Μόνο να μη μένω ακίνητος και κολλημένος πάνω σ’ ένα σανίδι.

Σήμερα το βλέπω καθαρά: Χωρίς τη μεγάλη εσωτερική ηρεμία δε θα κατάφερνα να γλιτώσω. Κι ότι έγινα, το οφείλω στην ηρεμία πού είχα αποκτήσει στο πλοίο, όταν πέρασαν οι πρώτες ημέρες. Και την ηρεμία αυτή την οφείλω πάλι στους ανθρώπους τού πλοίου.

Βέβαια, υπάρχουν και καλοί άνθρωποι. Με πολλή ευχαρίστηση ακόμα σήμερα αναπολώ τον ήχο από τα βαριά βήματα, πού τα άκουγα σα λαγοκοιμόμουνα. Το καθετί συνήθιζαν να το κάνουν αργά. ’Ακόμα και να τρίψουν τα μάτια τους, σήκωναν τα χέρια σα να ’ταν βαριά πράγματα. Τα αστεία τους ήταν άπρεπή, αλλά εγκάρδια. Γελούσαν και πάντοτε έβηχαν επικίνδυνα, αλλά αυτό δεν είχε καμιά σημασία. Ολοένα είχαν κάτι να φτύσουν και τούς ήταν αδιάφορο πού το έφτυναν. Έκαναν παράπονα για τούς ψύλλους μου, πού έρχονταν πάνω τους, άλλα ποτέ δε θύμωναν στα σοβαρά. Καταλάβαιναν καλά πώς στο τρίχωμά μου ευδοκιμούν οι ψύλλοι κι αυτοί κατορθώνουν να πηδούν εδώ κι εκεί. Αυτό τούς μαλάκωνε. Καμιά φορά, όταν δεν είχαν υπηρεσία, κάθονταν σε ημικύκλιο, κοντά μου. Δεν έλεγαν σχεδόν τίποτα, μόνο μουρμούριζαν μεταξύ τους. Ξαπλωμένοι πάνω σε κασόνια κάπνιζαν πίπα. Μόλις έκανα κάποια μικρή κίνηση, σηκώνονταν στα γόνατα. Πότε έπαιρνε κάποιος μια βέργα και με γαργαλούσε εκεί πού ένιωθα καλά. Αν βέβαια σήμερα με προσκαλέσουν να ταξιδέψω με εκείνο το πλοίο, δε θα δεχτώ. Άλλα είναι βέβαιο εξίσου πώς μ’ εκείνο το μεσαίο κατάστρωμα δε με συνδέουν μόνο κακές αναμνήσεις.

Η ηρεμία πού απέχτησα με τούς ανθρώπους αυτούς, με έκανε να παραιτηθώ από κάθε προσπάθεια για φυγή. Είχα προαισθανθεί, και σήμερα το νιώθω καλύτερα, πώς η μοναδική λύση ήταν να βρώ μια διέξοδο, αν ήθελα να ζήσω, κι αυτή τη διέξοδο πίστευα πώς δε θα την κέρδιζα με τη φυγή. Δεν ξέρω πια αν ή φυγή ήταν κάτι το μπορετό, άλλα το πιστεύω. Για τον πίθηκο ή φυγή είναι πάντοτε κατορθωτή. Με τα δόντια πού έχω σήμερα μόλις μπορώ να σπάσω φουντούκια, τότε όμως θα κατάφερνα να σπάσω την κλειδαριά της πόρτας. Δεν το έκανα. Αν το είχα κάνει, ποιό θα ’ταν το κέρδος; Μόλις θα έβγαζα έξω το κεφάλι, θα με έπιαναν ξανά και θα με κλείδωναν σε χειρότερο κλουβί. Ή, χωρίς να με δει κανείς, θα έπεφτα σε άλλα θηρία, στα αντικρινά μεγάλα φίδια λόγου χάρη, όπου και θα έσβηνα μόλις με έσφιγγαν. Θα μπορούσα ίσως ακόμα να περάσω κρυφά ως τη γέφυρα και να πηδήξω πάνω από το πλοίο- θα λικνιζόμουν για μερικές στιγμές στα νερά, πάνω στήν απέραντη θάλασσα, κι έπειτα θα πνιγόμουν. Θα ’ταν λοιπόν πράξεις απελπισίας. Τότε βέβαια δε σκεφτόμουν τόσο ανθρώπινα, αλλά με την επίδραση τού περιβάλλοντος έκανα έτσι, σα να τα είχα όλα υπολογίσει.

Δεν υπολόγιζα, άλλα παρατηρούσα με ηρεμία. Έβλεπα αυτούς τούς ανθρώπους να βαδίζουν πάνω κάτω, σα να ’ταν όλοι ένας άνθρωπος, όλο τα ίδια πρόσωπα κι οι ίδιες κινήσεις. Ό άνθρωπος ή αυτοί οι άνθρωποι περπατούσαν με άνεση. Μέσα μου άρχισε να σχηματίζεται κάποιο σχέδιο. Κανείς δε μου είχε υποσχεθεί, πώς αν γινόμουν όμοιος τους, θα μου έβγαζαν τα κάγκελα. Δε δίνουν υποσχέσεις για κατορθώματα πού φαίνονται αδύνατα. Άλλα σα γίνουν τα κατορθώματα, έρχονται οι υποσχέσεις, πού τόσο μάταια πριν έψαχνε κανείς. Στους ανθρώπους λοιπόν αυτούς δεν υπήρχε τίποτα πού να με τραβούσε δυνατά. Αν ήθελα την ελευθερία εκείνη, πού είπα πριν, θα είχα προτιμήσει ασφαλώς τα νερά της θάλασσας από τη διέξοδο πού μου έδειχνε το θολό βλέμμα των ανθρώπων. Τούς έβλεπα συνέχεια κι όλες οι παρατηρήσεις πού έκανα με οδήγησαν στην οριστική κατεύθυνση.

Ήταν τόσο εύκολο να μιμηθεί κανείς τούς ανθρώπους. Ήδη από τις πρώτες μέρες έμαθα να φτύνω. Φτύναμε ό ένας στο πρόσωπο τού άλλου. Εντούτοις υπήρχε μια διαφορά- εγώ καθάριζα με τη γλώσσα μου το πρόσωπό μου, ενώ αυτοί όχι. Σε λίγο καιρό έμαθα, να καπνίζω πίπα σα γέρος. Όταν μάλιστα έχωνα τον αντίχειρα στο στόμιο της πίπας ξεφώνιζε όλο το μεσαίο κατάστρωμα. Άργησα μόνο να καταλάβω ποιά διαφορά υπήρχε ανάμεσα στην άδεια και τη γεμάτη πίπα.

Τη μεγαλύτερη δυσκολία μου προξένησε η προσπάθεια να μάθω να πίνω με το μπουκάλι. Η μυρωδιά με ταλαιπωρούσε. Πίεζα τον εαυτό μου με όλες τις δυνάμεις μου να τη βαστάξω. Πέρασαν βδομάδες ώσπου να ξεπεράσω αυτές τις δυσκολίες. Κατά περίεργο τρόπο οι άνθρωποι αυτοί τούς εσωτερικούς αυτούς αγώνες τούς έπαιρναν, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, στα σοβαρά. Στις αναμνήσεις μου δεν ξεχωρίζω τούς ανθρώπους, άλλα ήταν εκεί κάποιος, πού συνέχεια μέρα νύχτα, μόνος ή με συντροφιά ερχόταν μπροστά μου με το μπουκάλι και μου έκανε μαθήματα. Δε μπορούσε να με νιώσει κι ήθελε να λύσει το αίνιγμα της ύπαρξής μου. ’Αργά έβγαζε το φελλό από το μπουκάλι κι ύστερα έριχνε πάνω μου μια ματιά, για να δει αν καταλάβαινα τί γινόταν. 'Ομολογώ πώς τον κοίταζα προσεχτικά, άλλα ταραγμένος και θυμωμένος. Έναν τέτοιο άνθρωπο-μαθητή δε βρίσκει κανείς άνθρωπος-δάσκαλος μέσα σ’ όλο τον κόσμο. Κι αφού λοιπόν έβγαζε το φελλό, έφερνε το μπουκάλι στο στόμα του και τον παρακολουθούσα με το βλέμμα ως το λαρύγγι του βαθιά. Μου έκλινε το κεφάλι ευχαριστημένος κι έπειτα έβαζε το μπουκάλι στα χείλια του. Εγώ γοητευμένος πού αργά αργά καταλάβαινα, ξυνόμουν σ’ όλο το κορμί ξεφωνίζοντας, όπου έπρεπε. Χαιρόταν, στήριζε το μπουκάλι κι έπινε μια γουλιά. Εγώ, ανυπόμονος κι απελπισμένος, νομίζοντας πώς δε θα μπορέσω να τον μιμηθώ, λερωνόμουν στο κλουβί μου, κι αυτό ήταν κάτι πού τον ευχαριστούσε πολύ. Έπειτα, άπλωνε ίσια το μπουκάλι, το αναποδογύριζε με δύναμη και το άδειαζε μεμιάς, για να με διδάξει. Εγώ, εξαντλημένος από μεγάλο πόθο, δε μπορούσα να τον βλέπω κι έγερνα ακουμπώντας ελαφρά τα κάγκελα. Εκείνος τελείωνε έτσι τη διδασκαλία, έτριβε την κοιλιά του και χασκογελούσε.

Κι έτσι έφτασε ή ώρα της πρακτικής εξάσκησης. Δεν ήμουν λοιπόν πολύ κουρασμένος από τις θεωρίες; Ναι, ήμουν, υπερβολικά κουρασμένος. Αυτό ανήκει στη μοίρα μου. Παρόλα αυτά, όσο μπορούσα καλύτερα, έπιασα το μπουκάλι πού μού παρέδωσαν. Έβγαλα το φελλό τρέμοντας. Το πέτυχα κι έτσι πήρα καινούργιες δυνάμεις. Σήκωσα το μπουκάλι, πανομοιότυπα σχεδόν με το δάσκαλό μου, το έβαλα στο στόμα -και τότε το πέταξα, ναι, το πέταξα με αηδία, παρόλο πού ήταν άδειο κι έβγαζε μόνο τη μυρωδιά. Πολύ λυπήθηκε ό δάσκαλός μου, όπως κι εγώ ό ίδιος. Και δεν καθησύχασε, όπως δεν καθησύχασα κι εγώ, αν και θυμήθηκα, αφού πέταξα το μπουκάλι, να τρίψω ευχαριστημένος την κοιλιά μου και συνάμα να χασκογελάσω.

Έτσι λοιπόν πολύ συχνά περνούσαν οι ώρες του μαθήματος. Προς τιμή του δασκάλου μου είναι, που δε θύμωνε. Μερικές φορές βέβαια τοποθετούσε την αναμμένη πίπα στη γούνα μου και την κρατούσε εκεί, ώσπου να πάρει φωτιά. Εγώ δε μπορούσα να φτάσω το σημείο εκείνο, άλλα πρόφταινε ό ίδιος και με το πελώριο καλό του χέρι την έσβηνε. Δε μου κρατούσε κακία, γιατί καταλάβαινε πώς κι οι δυο μας σα σύμμαχοι κάναμε τον ίδιο αγώνα να νικήσουμε τη φύση τού πιθήκου και πώς εγώ στον αγώνα αυτό είχα το πιο δύσκολο μέρος.

Τί μεγάλη νίκη αλήθεια για κείνον και για μένα, όταν ένα βράδυ μπροστά σε πολλούς θεατές -ίσως γινόταν γιορτή, το γραμμόφωνο έπαιζε κι ένας αξιωματικός ανακατωνόταν με πολύ κόσμο- χωρίς να με δει κανείς άρπαξα ένα μπουκάλι ρακί, πού κατά λάθος είχαν αφήσει κοντά στο κλουβί μου. Έβγαλα το φελλό με τις συνηθισμένες κινήσεις, ενώ όλοι τριγύρω με κοίταζαν τώρα με πολύ μεγάλη προσοχή. Το έβαλα στο στόμα και χωρίς να διστάσω, ούτε να κάνω καμιά γκριμάτσα, σαν πότης επαγγελματίας, με μάτια πού ανοιγόκλειναν, με γεμάτο λαρύγγι, το άδειασα μεμιάς ως τον πάτο. Πέταξα μακριά το μπουκάλι, όχι απελπισμένα, άλλα σαν καλλιτέχνης. Ξέχασα όμως να τρίψω την κοιλιά μου. Δε μπορούσα να κάνω διαφορετικά' μέθυσα κι ύστερα φώναξα με ανθρώπινη φωνή: «Γειά σας». Μετά, μ’ ένα πήδημα βρέθηκα μέσα στην ανθρώπινη κοινωνία και τον αντίλαλο της, «ακούστε τον λοιπόν, μιλάει», τον αισθάνθηκα σα φίλημα σ’ όλο μου το κορμί, πού ήταν βρεγμένο με τον ιδρώτα.

’Επαναλαμβάνω: Τίποτα δε με τραβούσε, για να μιμούμαι τούς ανθρώπους. Το ’κανα όμως, γιατί γύρευα διέξοδο. Δεν υπήρχε καμιά άλλη αίτια. Η φωνή εξαφανίστηκε αμέσως. Ύστερα από μήνες ξαναφανερώθηκε.  Η αηδία μου για το μπουκάλι παρουσιάστηκε ξανά πιο δυνατή. 'Ωστόσο, με τον καιρό βρήκα πάλι το δρόμο μου.

Στο ’Αμβούργο, μόλις με παρέδωσαν στον πρώτο προπονητή, κατάλαβα αμέσως τις δυο δυνατότητες πού υπήρχαν για μένα: ο ζωολογικός κήπος ή το βαριετέ. Δε δίστασα. Είπα στον εαυτό μου: βάλε τα δυνατά σου να πας στο βαριετέ. Αυτή είναι ή διέξοδος. Ο ζωολογικός κήπος είναι ένα άλλο κλουβί. ’Αν μπεις μέσα, είσαι χαμένος.

Έτσι μάθαινα, κύριοί μου. Αχ, μαθαίνει κανείς όταν είναι ανάγκη· μαθαίνει όταν ζητά διέξοδο. Κι η μάθηση είναι αμείλικτη. Επιστατεί τον εαυτό του με το μαστίγιο. Στην πιο μικρή αντίσταση, ξεσκίζει τις σάρκες του. Η πιθηκίσια μου φύση εκτοξευόταν στα ύψη με εκρηκτική δύναμη. Γι αυτό ο πρώτος μου δάσκαλος έγινε κι αυτός πίθηκος· άφησε τα μαθήματα και τον έκλεισαν σέ φρενοκομείο. Ευτυχώς γύρισε πάλι γρήγορα.

Αλλά έτσι έφθειρα πολλούς δασκάλους, μερικούς μάλιστα μεμιάς. Όταν σιγουρεύτηκα για τις ικανότητες μου, η δημοσιότητα ακολούθησε τις προόδους μου κι έτσι το μέλλον μου φαινόταν φωτεινό. Τότε πήρα δασκάλους και τούς έβαλα να μένουν σε πέντε συνεχόμενα δωμάτια και μάθαινα απ’ όλους, γιατί συνέχεια από το ένα δωμάτιο πήγαινα στο άλλο.

Τί πρόοδοι! Οι γνώσεις, σαν ακτίνες κι από όλες τις μεριές, εισδύανε στον εγκέφαλο πού ξυπνούσε! Δεν το αρνούμαι: ήμουν ευτυχισμένος. Ομολογώ και κάτι άλλο: δεν τις υπερεκτιμούσα τότε, και φυσικά αυτό ισχύει περισσότερο για σήμερα. Με προσπάθεια, πού τέτοια δεν παρουσιάστηκε ποτέ στη γη, απέχτησα τη μέση μόρφωση ενός ευρωπαίου. Αυτό καθαυτό βέβαια δεν ήταν τίποτα, αλλά πάλι είναι κάτι, γιατί με βοήθησε να βγω από το κλουβί και να βρω μια ιδιαίτερη διέξοδο, τη διέξοδο των ανθρώπων. Υπάρχει μία ωραία γερμανική παροιμία: έπεσες σε θάμνους. Αυτό έπαθα κι εγώ, έπεσα σε θάμνους. Δεν υπήρχε άλλος δρόμος, με την προϋπόθεση πώς δεν ήταν δυνατό να διαλέξω την ελευθερία.

Κι όταν σκέφτομαι όλη την εξέλιξη μου και το σκοπό της, δεν παραπονιέμαι ούτε χαίρομαι. Τα χέρια στις τσέπες, το μπουκάλι πάνω στο τραπέζι, κάθομαι μισοξαπλωμένος στην κουνιστή πολυθρόνα μου και κοιτάζω έξω από το παράθυρο. Αν έρθει καμιά επίσκεψη, τη δέχομαι, όπως υπαγορεύουν οι καλοί τρόποι. Ό ιμπρεσάριος μου κάθεται στον προθάλαμο. Χτυπώ το κουδούνι, έρχεται κι ακούει ότι θέλω να τού πω. Κάθε βράδυ σχεδόν έχει παράσταση, αλλα η επιτυχία μου δεν ανεβαίνει και πολύ. Στο σπίτι μου επιστρέφω αργά τη νύχτα από συμπόσια, επιστημονικές εταιρίες κι ευχάριστες συντροφιές· με περιμένει μια μικρή μισογυμνασμένη χιμπατζΐνα και μαζί της περνώ καλά με τρόπο πιθηκίσιο. Τή μέρα δε θέλω να τη δώ. Έχει στη ματιά της το παραλήρημα τού φοβισμένου και γυμνασμένου ζώου. Μόνο εγώ μπορώ να το αναγνωρίζω και δεν το βαστάω.

Γενικά πέτυχα οπωσδήποτε αυτό πού σκόπευα να πετύχω. Κι ας μη λένε πώς δεν άξιζε τον κόπο. Εξάλλου δε θέλω την κρίση κανενός· θέλω μόνο να μεταδώσω γνώσεις· κάνω μόνο εισηγήσεις και σε σάς, κύριοι Ακαδημαϊκοί, μόνο εισηγήσεις έκανα. 

***

Franz Kafka - Ο καλλιτέχνης της πείνας και άλλα διηγήματα