Έρωτες πτερόεντες

19.11.2015
Έρωτες πτερόεντες

Όσα κι αν έχεις μάθει για τον έρωτα και πώς να αγαπάς, η σοφία σου μπορεί να καταφθάσει – όπως ο Μεσσίας του Κάφκα – μόνο μια μέρα μετά τον ερχομό του.

Όσο ζει, ο έρωτας ισορροπεί στο χείλος της ήττας. Όσο προχωρά, διαγράφει το παρελθόν του∙ δεν αφήνει πίσω του οχυρά χαρακώματα στα οποία θα μπορούσε να ανατρέξει ψάχνοντας για καταφύγιο σε δύσκολες στιγμές.

Και ούτε ξέρει τι τον περιμένει και τι του επιφυλάσσει το μέλλον. Ποτέ δεν θα έχει αρκετή αυτοπεποίθηση για να διαλύσει τα σύννεφα και να υπερνικήσει το άγχος. Ο έρωτας είναι δάνειο που συνάπτεται με υποθήκη ένα αβέβαιο και ανεξιχνίαστο μέλλον.

Ο έρωτας μπορεί να είναι, και συχνά είναι όντως, τόσο τρομακτικός όσο και ο θάνατος∙ μόνο που αυτός, σε αντίθεση με το θάνατο, συγκαλύπτει τούτη την αλήθεια με τον τάραχο της επιθυμίας και της αναστάτωσης. Είναι εύλογο να σκεφτόμαστε τη διαφορά ανάμεσα στον έρωτα και το θάνατο ως διαφορά έλξης και άπωσης.

Σε μια δεύτερη ματιά, ωστόσο, δεν μπορούμε να είμαστε και τόσο βέβαιοι. Οι υποσχέσεις του έρωτα είναι κατά κανόνα λιγότερο αμφίσημες από τα δώρα του. Ο πειρασμός επομένως να ερωτευθούμε είναι μεγάλος και ακατανίκητος, το ίδιο όμως και η παρόρμηση να δραπετεύσουμε. Και το δέλεαρ της αναζήτησης ενός ρόδου χωρίς αγκάθια ποτέ δεν απέχει πολύ και είναι πάντα δύσκολο να του αντισταθούμε.

Επιθυμία και έρωτας. Αδέλφια αμφιθαλή. Γεννιούνται κάποτε ως δίδυμα∙ ποτέ όμως ως δίδυμα ομοζυγωτικά.

Η επιθυμία είναι διάθεση να καταναλώσουμε: να απορροφήσουμε, να κατασπαράξουμε, να καταπιούμε και να χωνέψουμε – να εξολοθρεύσουμε.

Η επιθυμία δεν έχει ανάγκη άλλης αφορμής πέραν της παρουσίας της ετερότητας. Η παρουσία αυτή είναι πάντοτε, ήδη, μια προσβολή και μια ταπείνωση.

Η επιθυμία είναι η παρόρμηση να πάρουμε εκδίκηση για την προσβολή και να απαλλαγούμε από την ταπείνωση. Είναι η ανάγκη να κλείσουμε το κενό προς την ετερότητα, καθώς εκείνη μας γνέφει και μας απωθεί, καθώς μας σαγηνεύει με την υπόσχεση του ανεξερεύνητου και μας ερεθίζει με την ασαφή, επίμονη αλλοτριότητά της.

Η επιθυμία είναι μια παρόρμηση να απεκδύσουμε την ετερότητα από την αλλοτριότητά της – παρόρμηση, λοιπόν, να αποδυναμώσουμε. Μέσα από τη διαδικασία της δοκιμής, της διερεύνησης, της οικειοποίησης και του κατευνασμού, η ετερότητα εμφανίζεται με το κεντρί του πειρασμού της ξεριζωμένο και τσακισμένο. Αν δηλαδή επιζήσει της εγχείρησης.

Το πιθανότερο είναι πάντως ότι στη διάρκεια της επέμβασής μας τα αναφομοίωτα υπολείμματά της θα έχουν εκπέσει από αναλώσιμα σε απορρίμματα.

Τα αναλώσιμα έλκουν, τα απορρίμματα απωθούν. Μετά την επιθυμία έρχεται η διάθεση των απορριμμάτων.

Είναι, κατά τα φαινόμενα, τόσο η απομύζηση της αλλοτριότητας από την ετερότητα, όσο και η απέκκριση του εκκενωμένου καύκαλου, που χωνεύονται στη χαρά της ικανοποίησης, τη χαρά εκείνη που προορίζεται να εξαφανιστεί με το πέρας της διεργασίας.

Κατά την ουσία της, η επιθυμία είναι ενόρμηση καταστροφής – και επίσης, μολονότι εμμέσως μόνο, η ενόρμηση της αυτοκαταστροφής: η επιθυμία είναι μολυσμένη εκ γενετής από την ενόρμηση του θανάτου. Αυτό, ωστόσο, είναι το καλά φυλαγμένο μυστικό της, φυλαγμένο προπάντων από τον εαυτό της.

Ο έρωτας, από την άλλη, είναι η διάθεση να φροντίσουμε και να προστατεύσουμε το αντικείμενο της φροντίδας μας. Είναι κεντρόφυγη παρόρμηση, σε αντίθεση με την κεντρομόλο επιθυμία – μία διάθεση να επεκταθούμε, να πάμε παραπέρα, να φθάσουμε αυτό που βρίσκεται «εκεί έξω».

Να βυθίσουμε, να απορροφήσουμε και να αφομοιώσουμε το υποκείμενο στο αντικείμενο, όχι αντιστρόφως, όπως στην περίπτωση της επιθυμίας.

Έρωτας σημαίνει να προσθέτουμε τον κόσμο – όπου κάθε πρόσθεση είναι το ζωντανό ίχνος του ερώντος∙ στον έρωτα ο εαυτός μεταμφυτεύεται λίγο λίγο στον κόσμο.

Ο ερών επεκτείνεται με το να παραδίνεται στο αγαπημένο αντικείμενο. Ο έρωτας αφορά την επιβίωση του εαυτού μέσω της ετερότητας του εαυτού – και έτσι, ο έρωτας σημαίνει μιαν ανάγκη να προστατεύσουμε, να θρέψουμε, να προφυλάξουμε∙ επίσης, να χαιδέψουμε, να κακομάθουμε και να κανακέψουμε ή να περιφρουρήσουμε ζηλόφθονα, να περιφράξουμε, να εγκλωβίσουμε.

Έρωτας σημαίνει να είσαι στην υπηρεσία, να τελείως διαθέσιμος, να αναμένεις εντολές – μπορεί όμως να σημαίνει επίσης απαλλοτρίωση και υπέρβαση ευθύνης: κατίσχυση μέσω παράδοσης, θυσία που ανακλάται ως αύξηση.

Ο έρωτας είναι σιαμαίο δίδυμο της δίψας για εξουσία: ούτε ο ένας ούτε η άλλη θα μπορούσαν να επιζήσουν του χωρισμού τους.

Αν η επιθυμία θέλει να καταναλώσει, ο έρωτας θέλει να κατέχει. Ενώ η εκπλήρωση της επιθυμίας συμπίπτει με την εξολόθρευση του αντικειμένου της, ο έρωτας μεγαλώνει με τα αποκτήματά του και εκπληρώνεται στη διάρκειά τους. Αν η επιθυμία είναι αυτοκαταστροφική, ο έρωτας είναι αυτοδιαιωνιζόμενος.

Όπως η επιθυμία, ο έρωτας συνιστά απειλή για το αντικείμενό του. Η επιθυμία καταστρέφει το αντικείμενό της, καταστρέφοντας τον εαυτό της στην πορεία. Το προστατευτικό δίχτυ που εξυφαίνει με στοργή ο έρωτας γύρω από το αγαπημένο αντικείμενο, το σκλαβώνει. Ο έρωτας πιάνει αιχμαλώτους και τους οδηγεί στη φυλακή∙ προβαίνει σε συλλήψεις, χάριν της προστασίας των συλληφθέντων.

Η επιθυμία και ο έρωτας δρουν αντίρροπα.

Ο έρωτας είναι ένα δίχτυ που απλώνεται στην αιωνιότητα, η επιθυμία ένα στρατήγημα προς αποφυγή των αγγαρειών της ύφανσης. Όσο μένει πιστός στη φύση του, ο έρωτας αγωνίζεται να διαιωνίσει την επιθυμία.

Η επιθυμία, από την άλλη, μπορεί μόνο να αποφεύγει τα δεσμά του έρωτα.

 Zygmunt baumani

Zygmunt Bauman, Ρευστή Αγάπη: Για την ευθραυστότητα των ανθρωπίνων δεσμών, εκδ. Εστία, μτφρ: Γ. Καράμπελας. Αποσπάσματα από το πρώτο κεφάλαιο, Έρωτες Πτερόεντες. 

Ο Zygmunt Bauman (Ζίγκμουντ Μπάουμαν) γεννήθηκε στο Πόζναν της Πολωνίας το 1925. Σε ηλικία 18 ετών κατετάγη στον Ελεύθερο Πολωνικό Στρατό και πολέμησε ενάντια στη ναζιστική κατοχή. Παρέμεινε στο στρατό και μετά τη λήξη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου αλλά τελικά αποστρατεύτηκε εξαιτίας της αντισημιτικής εκκαθάρισης. Ο Μπάουμαν ολοκλήρωσε μεταπτυχιακό κύκλο σπουδών στις κοινωνικές επιστήμες και το 1954 έγινε λέκτορας στη Σχολή Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστημίου της Βαρσοβίας. Ζει από το 1968 στην Αγγλία. Από το 1972 μέχρι το 1990 διετέλεσε καθηγητής και πρόεδρος του τμήματος Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου του Λιντς. Σήμερα είναι ομότιμος καθηγητής κοινωνιολογίας στα Πανεπιστήμια του Λιντς και της Βαρσοβίας. Η σκέψη του Μπάουμαν έχει δεχτεί επιρροές από σημαντικούς διανοούμενους του 19ου αιώνα, όπως τον Καρλ Μαρξ και τον Μαξ Βέμπερ, αλλά και του 20ού αιώνα, όπως τον Τεοντόρ Αντόρνο, τον Κορνήλιο Καστοριάδη και τον Εμανουέλ Λεβινάς. Ο Μπάουμαν πιστεύει ότι η κοινωνιολογία είναι υπόθεση ηθική: «Το να σκεφτόμαστε κοινωνιολογικά σημαίνει ότι καταλαβαίνουμε περισσότερο τους ανθρώπους γύρω μας, κατανοούμε τις ελπίδες τους και τις επιθυμίες τους, τις ανησυχίες και τα προβλήματά τους». Έχει τιμηθεί με τα βραβεία European Amalfi Prize for Sociology & Social Sciences (1990) και Adorno (1998).