Ένας Μάνος ανάμεσα στους νάνους

22.09.2014
Ένας Μάνος ανάμεσα στους νάνους

«Είμαι ένα γέννημα δύο ανθρώπων που, καθώς γνωρίζω, δεν συνεργάστηκαν ποτέ, εκτός απ’ τη στιγμή που αποφάσισαν την κατασκευή μου. Γι’ αυτό και περιέχω μέσα μου χιλιάδες αντιθέσεις κι όλες τις δυσκολίες του Θεού. Ομως η αστική μου συνείδηση, μαζί με τη θητεία μου, τη λεγόμενη “ευρωπαϊκή”, έφεραν ένα εντυπωσιακό αποτέλεσμα. Εγινα τόσο “ομαλός”, έτσι που οι γύρω μου να φαίνονται όλοι ανώμαλοι»

ο Μάνος Χατζιδάκις έγραφε λέξεις με την ίδια σιγουριά και αυτοπεποίθηση με την οποία έγραφε νότες. Ξεφυλλίζοντας τις εκδόσεις «Τα σχόλια του Τρίτου» (εκδ. Εξάντας) και «Ο καθρέφτης και το μαχαίρι» (εκδ. Ικαρος), έχεις την αίσθηση ότι σου συστήνεται ένας άνθρωπος που είχε στο DNA του να λέει πάντα αυτό που σκέφτεται, χωρίς φόβο και με πολύ πάθος.

Στις 15 Ιουνίου συμπληρώθηκαν 20 χρόνια από τον θάνατό του κι αυτό μας φέρνει αντιμέτωπους με μια μεγάλη αλήθεια: πόσο χρήσιμος – ή, μάλλον, όχι! – πόσο απαραίτητος θα μας ήταν ο Χατζιδάκις σήμερα. Πότε ήταν η τελευταία φορά που ακούσαμε κάποιον να λέει τα πράγματα με το όνομά τους; Ισως και πριν από 20 χρόνια. Πάει καιρός...

Οσο κι αν ψάξεις στις γραπτές και προφορικές τοποθετήσεις του, δεν θα βρεις ούτε στο ελάχιστο έναν άνθρωπο που μασάει τα λόγια του.

«Δεν σπούδασα σε ωδείο και συνεπώς εγλύτωσα απ’ το να μοιάζω με τα μέλη του Πανελληνίου Μουσικού Συλλόγου. Ταξίδεψα πολύ κι αυτό με βοήθησε να αντιληφθώ πως η βλακεία δεν ήταν αποκλειστικόν του τόπου μας προϊόν, όπως περήφανα ισχυρίζονται κι αποδεικνύουν συνεχώς οι έλληνες σωβινιστές και της εθνικοφροσύνης οι εραστές. Παράλληλα ανεκάλυψα ότι τα πρόσωπα που μ’ ενδιαφέρανε έπρεπε να ομιλούν απαραιτήτως τα ελληνικά, γιατί σε ξένη γλώσσα η επικοινωνία γινότανε οδυνηρή και εξαφάνιζε το μισό μου πρόσωπο».

Το τραγούδι «Τα παιδιά του Πειραιά», από την ταινία του Ζυλ Ντασσέν «Ποτέ την Κυριακή», του χαρίζουν το 1961 Οσκαρ τραγουδιού. Ολοι ενθουσιάστηκαν με αυτόν τον θρίαμβο, εκτός από τον ίδιο, ο οποίος είχε πει χαρακτηριστικά για τη συγκεκριμένη βράβευση: «Μου στέρησε τη δυνατότητα να ’χω τη σωστή επαφή με τον κόσμο... Και ο κόσμος επί ένα μεγάλο διάστημα εισέπραττε κάτι που ήταν απέξω από το τραγούδι κι όχι από μέσα». Σε μια απολαυστική κοινή του εμφάνιση με τη Μελίνα Μερκούρη βλέπουμε τον ίδιο να αποκηρύσσει το τραγούδι που τον έκανε από γνωστό πασίγνωστο. «Αυτό το τραγούδι δεν έχει πατέρα» λέει με το χαρακτηριστικό, γοητευτικά απαξιωτικό ύφος του. Και η Μελίνα από δίπλα έρχεται να τον αποστομώσει με τον δικό της τρόπο: «Μπορεί το τραγούδι να μην έχει πατέρα, αλλά έχει μια μάνααα!..». Οταν ακόμη υπήρχαν ζώντα ιερά τέρατα και δεν είχαν περάσει στη σφαίρα της μυθολογίας.

Εκλεκτικός αστός

Ο Μάνος Χατζιδάκις είχε κάτι πολύ σπάνιο για Ελληνα με απήχηση σε πλατιά ακροατήρια: δεν ήταν λαοπλάνος ούτε δημαγωγός. Μάλωνε το κοινό του με κάθε ευκαιρία, δεν το κανάκευε: «...Και για να εξηγηθούμε, όταν λέω κάτι λαϊκό, δεν το εννοώ και για τον λαό. Κατά σύμπτωση, ο λαός κάθε άλλο παρά λαϊκός είναι. Τα μπουζούκια, οι μπαγλαμάδες και οι ζουρνάδες είναι η συνήθειά του. Εμένα μ’ ενδιαφέρουν εκείνες οι λίγες, οι μοναδικές του στιγμές που ζει, χωρίς καλά καλά να καταλαβαίνει την αλήθεια του. Είναι οι στιγμές που είναι σκέτα άνθρωπος, χωρίς τη βία του χρόνου, χωρίς την αγωνία του χώρου, χωρίς την φθορά της τάξης του...». Στηλίτευε τα άσματα του συρμού, τον απωθούσε η δικτατορία των μπουζουκομάγαζων η οποία είχε αρχίσει να δείχνει την παθογένειά της, που θα εξαπλωνόταν όχι μόνο στο ξόδεμα γούστου, αλλά και στο ξόδεμα χρήματος. Για εκείνον, η μουσική ήταν συνώνυμο του έρωτα, όχι του σεξ: «Το τραγούδι είναι μια ερωτική πράξη και όχι μια έκφραση τέχνης. Πιστεύω στο τραγούδι που μας αποκαλύπτει και μας εκφράζει εκ βαθέων, κι όχι σ’ αυτό που κολακεύει τις επιπόλαιες και βιαίως αποκτηθείσες συνήθειές μας». Ηθελε μονοθεϊσμό στα μουσικά ακούσματα, τα διονυσιακά όργια τον άφηναν παγερά αδιάφορο.

Στην πολιτική, ήταν υποστηρικτής του «πίστευε, αλλά ερεύνα». Του άρεσε να αμφιβάλλει και να αμφισβητεί, ήξερε ότι δεν γινόταν αλλιώς: «Είμαι δημοκράτης αστός ουμανιστής και αναθεωρητής της Δεξιάς (...) Ποτέ δεν υπήρξα αντικομμουνιστής (...) Εγώ περιέχω και τον αριστερό. Ο αριστερός όμως δεν με περιέχει». Τα χρόνια της χούντας τα πέρασε αυτοεξόριστος στη Νέα Υόρκη. Μισούσε τον φασισμό και όσο πιο πολύ εξοργιζόταν, τόσο πιο όμορφα τραγούδια έγραφε.

«Δεν είναι λίγο ένα γεμάτο στάδιο ή γήπεδο από φανατικούς πιστούς να φωνασκεί “Κάτω ο Παπαδόπουλος”, ιδιαίτερα όταν μόλις είχε εκπαραθυρωθεί και δικαστεί για τις “εθνικές του πρωτοβουλίες”. Μόνο που σαν ξεχαστεί ο αφελής δικτάτωρ οριστικά και αμετάκλητα τι απομένει από το σύνθημα; Ενα βρώμικο στάδιο ή γήπεδο γεμάτο χαρτιά και αποτσίγαρα, με άδεια μπουκάλια από κόκα-κόλα και σέβεν-απ και σκόνη, σκόνη ατέλειωτη, που σε πνίγει. Γιατί το σύνθημα βαστάει όσο η φωνή μας αντηχεί στους δρόμους και στα γήπεδα. Υστερα φτάνει η λήθη, παντοτινή ταφόπετρα και για το σύνθημα και για το επικαιρικό, για ν’ απομείνει, τέλος, μέσα μας ένα βαθύ αίσθημα επεξεργασμένο από τα γεγονότα, το μόνο ίσως ικανό να αφηγηθεί την Ιστορία και τον ενταφιασμό μας μέσα σ’ αυτήν»: σκέψεις ενός ευφυούς μυαλού, που έτρεχε με την ίδια ταχύτητα που έτρεχαν και τα δάχτυλά του πάνω στα πλήκτρα. Τι θα σκεφτόταν άραγε για το σήμερα; Θα του θύμιζε η πλατεία Συντάγματος των αλλοτινών «Αγανακτισμένων» ένα βρώμικο στάδιο ή γήπεδο; Και θα αναρωτιόταν αν κάποιοι, ή πολλοί, από εκείνους τους «Αγανακτισμένους», ψήφισαν Χρυσή Αυγή αφού πρώτα χώνεψαν τα σουβλάκια και τις γκαζόζες που κατανάλωσαν;

Η παρρησία της παρέμβασης


Από την μεταπολίτευση και ως το τέλος της ζωής του, ο Χατζιδάκις παρεμβαίνει συστηματικά και αισθητά στον δημόσιο βίο. Αρχικά με το Τρίτο Πρόγραμμα κι αργότερα με το περιοδικό «Το Τέταρτο», επιχειρεί συνειδητά και μεθοδικά να αντιδράσει σε καθετί κατεστημένο. Αλλά και μέσα από συνεντεύξεις – τι ευτυχία να είσαι δημοσιογράφος και να συζητάς με έναν τέτοιο άνθρωπο – άρθρα και δηλώσεις, πάλεψε ενάντια στις μεθοδεύσεις, στον λαϊκισμό, στον συντηρητισμό, στην αμετροέπεια της εξουσίας και στην ευτέλεια. Οι παρεμβάσεις του Χατζιδάκι στα δημόσια πράγματα της χώρας δεν γίνονται χωρίς κόστος για τον ίδιο και κορυφώνονται με την καταδίκη του «Αυριανισμού», που τον έφερε στο στόχαστρο του αντίστοιχου εκδοτικού συγκροτήματος.

Κι ενώ είχε το ταλέντο ό,τι συνθέτει να ακούγεται σαν κλασικό από την πρώτη του κιόλας ακρόαση, δεν αγαπούσε τον εφησυχασμό στις δάφνες του. Ισως επειδή ήξερε πόσο ανεπανόρθωτα είχε πληγεί η Ελλάδα από την υπέρμετρη προγονολατρεία: «Η “πατρίς μας” οφείλει να αρνηθεί την ομφαλοσκοπική της κληρονομιά και ν’ αποκτήσει ιδιότητες ζωντανού οργανισμού. Αν θέλει να επιζήσει με αξιοπρέπεια και όχι ως κοιτίς ξενοδοχειακών υπαλλήλων και τουριστικών ερωτικών συντρόφων!».

Οσο για την Αθήνα, «ποια είναι η σημερινή Αθήνα με ρωτούν, του ’79. Είναι μια Αθήνα σκεφτική. Με προβλήματα που της χαράζουν το πρόσωπο. Με μια εξαίσια και γοητευτική μόλυνση περιβάλλοντος. Με παγωμένες σχέσεις και πληγωμένη συμπεριφορά. Με τη σφραγίδα του χυδαίου σε ό,τι καινούριο χτίζεται. (...) Απ’ τα τρεισήμισι εκατομμύρια που την κατοικούν, τα δυόμισι είναι εσωτερικοί μετανάστες-τυχοδιώκτες της επαρχιακής Ελλάδας. Προσφέρουν στην πρωτεύουσα βία, αθλιότητα, ανασφάλεια και θλιβερό γούστο. Και οι πόλεις της επαρχίας, απαλλαγμένες απ’ τα δεύτερα στοιχεία τους, παίρνουν αναπνοή και γίνονται λίαν κατάλληλες για ιδιωτική ζωή και ανθρώπινη συμπεριφορά. Αλλά κι αυτό ίσαμε να το μυριστούν οι άθλιοι των Αθηνών, και ξανάπανε πίσω στα πάτρια εδάφη για να καθαρίσει κι άλλη μια φορά η Αθήνα. Η περιπέτεια αυτή, γνήσια ελληνική, θυμίζει την “Ελλαδογραφία” του Γκάτσου, χωρίς όμως το επικό στοιχείο του ποιητή». Αυτός ήταν ο Χατζιδάκις. Απέσυρε το όνομά του από βολικά τραγούδια που είχε κάνει σουξέ η Βουγιουκλάκη και δεν τον αντιπροσώπευαν και το έβαζε με όλη του την πυγμή κάτω από άβολες φράσεις, που δεν είχαν ειπωθεί για να χαϊδέψουν κανένα αυτί. Δεν ήθελε να αρέσει σε κανέναν. Γι’ αυτό ακριβώς άρεσε και αρέσει σε τόσο πολλούς.

*Δημοσιεύθηκε στο ΒΗΜΑmen Ιουνίου 2014