Εν οίδα ότι ουδέν... είδα

23.10.2017
Εν οίδα ότι ουδέν... είδα

Από τις πιο πρόσφατες έρευνες για τις εγκεφαλικές προϋποθέσεις και τους περίπλοκους αντιληπτικούς μηχανισμούς της ανθρώπινης όρασης προκύπτει μια εντελώς απρόσμενη εικόνα: τα μάτια δεν είναι φωτογραφικές μηχανές που συλλέγουν και αποστέλλουν πιστά «εικόνες» στον οπτικό εγκέφαλο.

Και όταν τα δισδιάστατα οφθαλμικά σήματα φτάνουν στις εξειδικευμένες περιοχές του οπτικού φλοιού του εγκεφάλου μας, δεν «αποκωδικοποιούνται» ούτε και «μεταφράζονται» πιστά σε τρισδιάστατες οπτικές εικόνες.

Η ανθρώπινη όραση δεν είναι απλώς επεξεργασία ψηφιακών οπτικών σημάτων, ούτε ο οπτικός μας εγκέφαλος μια περίπλοκη υπολογιστική μηχανή.

Αντίθετα, όπως θα δούμε, πρόκειται για μια ευφάνταστη εγκεφαλική-νοητική διεργασία, η οποία, κυριολεκτικά, οικοδομεί τον πλούσιο σε μορφές, κινήσεις και χρώματα τρισδιάστατο κόσμο που βλέπουμε.

Μια τόσο δημιουργική λειτουργία που σπανίως περιορίζεται στην πιστή αναπαράσταση της «πραγματικότητας».

Τόσο η εγγενής ανακρίβεια των οπτικών μηχανισμών όσο και οι αμφισημίες των εικόνων που βλέπουμε μας οδηγούν στο εξής ανησυχητικό αλλά αναπόφευκτο συμπέρασμα: ακόμη κι αν η πραγματικότητα είναι μία και μοναδική, ο νους μας διαθέτει διαφορετικά «παράθυρα» για να τη γνωρίζει.

Οπτική αντίληψη  

Aποτελεί ένα πολύ ευτυχές γεγονός ή, αν προτιμάτε, μια μεγάλη εξελικτική «πρόνοια» το ότι η ικανότητά μας να βλέπουμε μας φαίνεται ως απολύτως φυσική, αυτόματη και, εν πολλοίς, μη συνειδητή εγκεφαλική λειτουργία.

Αυτό οφείλεται στο ότι θα ήταν μάλλον δύσκολο (γνωστικά) και ανέφικτο ή καταστροφικό (πρακτικά) να αναλύουμε συνειδητά και βήμα προς βήμα όλους τους οπτικούς μηχανισμούς που ενεργοποιούνται καθώς βλέπουμε κάτι (π.χ. ένα αυτοκίνητο που έρχεται με ταχύτητα κατά πάνω μας).

Η οπτική αντίληψη είναι μια εξαιρετικά σύνθετη εγκεφαλική-νοητική λειτουργία η οποία επιλέχθηκε και τελειοποιήθηκε από τη βιολογική μας εξέλιξη επειδή μας επιτρέπει να γνωρίζουμε και άρα να δρούμε αποτελεσματικότερα στον κόσμο που μας περιβάλλει.

Πράγματι, από τη λεπτομερή ανάλυση των νευροφυσιολογικών προϋποθέσεων και των περίπλοκων αντιληπτικών μηχανισμών της ανθρώπινης όρασης προκύπτει μια μάλλον απρόσμενη «εικόνα»: ο οπτικός μας εγκέφαλος δεν καταγράφει ποτέ πιστά ή παθητικά -σαν φωτογραφική μηχανή ή κινηματογραφική κάμερα- τις δισδιάστατες εικόνες που φτάνουν σε αυτόν από τα μάτια, αλλά κατασκευάζει δημιουργικά τον πλούσιο σε χρώματα και μορφές τρισδιάστατο κόσμο που τελικά «βλέπουμε».

Ωστόσο, ο αξιοθαύμαστος οπτικός μηχανισμός που μας επιτρέπει να βλέπουμε γεννά, ταυτοχρόνως, και τις συνήθεις οπτικές πλάνες μας: μια ατέλειωτη σειρά από ανακριβείς, ασαφείς ή και ψευδαισθητικές αντιλήψεις σχετικά με τον ορατό κόσμο που μας περιβάλλει.

Η παρουσία αυτών των «δυσλειτουργιών» αποτελεί ίσως τη σαφέστερη ένδειξη ότι ο περίπλοκος -αλλά ατελής- οπτικός μας εγκέφαλος δεν είναι το προϊόν «ευφυούς σχεδιασμού» από έναν πάνσοφο Δημιουργό, αλλά το «ταπεινό» αποτέλεσμα της βιολογικής μας εξέλιξης.

Οπτικές ψευδαισθήσεις

Οπτική αντίληψη  

Κάθε οπτική εμπειρία μας, ανεξάρτητα από το πόσο «αντικειμενική» θεωρείται, είναι το προϊόν της αλληλεπίδρασης του οπτικού μας εγκεφάλου με το ορατό περιβάλλον.

Αυτός ο διάλογος του εγκεφάλου με την ορατή πραγματικότητα διαμεσολαβείται και ερμηνεύεται από τον νου: εκτός από τους εγγενείς εγκεφαλικούς περιορισμούς υπεισέρχονται, αναπόφευκτα, η μνήμη, η παιδεία, η φαντασία, καθώς και οι ιστορικές-γνωστικές προκαταλήψεις μας.

Υπό αυτή την έννοια, η οπτική εμπειρία δεν είναι ποτέ μια παθητική αποτύπωση ή μηχανική αναπαράσταση του κόσμου που μας περιβάλλει.

Σε ό,τι βλέπουμε, το πραγματικό και το φανταστικό διαπλέκονται και αναμιγνύονται διαρκώς.

Εξάλλου και τα δύο εξαρτώνται από την κοινή εγκεφαλική μήτρα που τα επεξεργάζεται και, σε τελική ανάλυση, τα παράγει.

Πολύ συχνά στην επιστημονική έρευνα των πολύπλοκων συστημάτων –και ο οπτικός εγκέφαλος είναι αναμφίβολα ένα ιδιαίτερα πολύπλοκο σύστημα– οι ερευνητές παρακάμπτουν τις δυσκολίες προσεγγίζοντας τη φυσιολογική λειτουργία εμμέσως, αναλύοντας δηλαδή τις δυσλειτουργίες της.

Αυτό ακριβώς συνέβη, για παράδειγμα, με τη μελέτη των διαφόρων μορφών αχρωματοψίας, γενετικών ή επίκτητων.

Η μελέτη των δυσλειτουργιών των εγκεφαλικών κέντρων που σχετίζονται με την έγχρωμη όραση επέτρεψε στους ερευνητές να κατανοήσουν τη φυσιολογική λειτουργία και τον μηχανισμό παραγωγής των χρωμάτων.

Ετσι, διαπίστωσαν ότι κάθε βλάβη στην περιοχή V4 του οπτικού φλοιού επιφέρει μερική ή ολική απώλεια –ανάλογα με την έκταση της βλάβης– της ικανότητας να διακρίνουμε τα διάφορα χρώματα (φλοιική αχρωματοψία).

Υπάρχουν όμως και άλλες μορφές επίκτητης αχρωματοψίας, όπως η δυσχρωματοψία, κατά την οποία οι ασθενείς δεν έχουν απολέσει ολοσχερώς την ικανότητα να αναγνωρίζουν τα χρώματα, απλώς τα βλέπουν κάπως «μουντά» και εμφανώς «λάθος».

Αλλες μορφές αχρωματοψίας οφείλονται σε δυσλειτουργίες ή σε μεταλλάξεις των κωνίων, των κυττάρων του αμφιβληστροειδούς χιτώνα που αναλαμβάνουν την ανίχνευση των μηκών κύματος του ορατού φωτός που σχετίζονται με τα χρώματα.

Συνεπώς, οι προβολές των κυττάρων αυτών στον πρωτογενή οπτικό φλοιό (V1) είναι είτε ελλιπείς είτε ανύπαρκτες.

Στη δεύτερη περίπτωση, ο οπτικός φλοιός δεν είναι σε θέση να βλέπει έγχρωμο τον κόσμο αλλά γκρίζο.

Το ίδιο ισχύει και για τις οπτικές πλάνες: αναζητώντας το γιατί και το πώς εμφανίζονται οι οπτικές πλάνες, οι ερευνητές ανακαλύπτουν πώς ο εγκέφαλος αντιλαμβάνεται και αποδίδει κάποιο νόημα σε ό,τι βλέπει.

Πράγματι, η επιστημονική διερεύνηση των οπτικών σφαλμάτων ή των ψευδαισθήσεων αποδείχθηκε ιδιαίτερα επωφελής για την κατανόηση των φυσιολογικών οπτικών μηχανισμών.

Εκ φύσεως πεπλανημένοι;

Οπτική αντίληψη  

Κάθε εμφανής απόκλιση ή αποσύνδεση της προσωπικής οπτικής εμπειρίας απ’ ό,τι συνήθως περιγράφεται ως η ορατή πραγματικότητα θεωρείται «οπτική πλάνη», και όποτε διαπιστώνονται από τους ειδικούς αυτά τα οπτικά λάθη ή αυτές οι αποκλίσεις χρησιμεύουν για την αναζήτηση των εγκεφαλικών ή των νοητικών διεργασιών που εμπλέκονται και, ενδεχομένως, ευθύνονται για την οπτική δυσλειτουργία.

Οι γνωσιακοί ψυχολόγοι και οι νευροεπιστήμονες, που εδώ και πολύ καιρό μελετούν τις οπτικές ψευδαισθήσεις και τις διάφορες «οφθαλμαπάτες», διαπίστωσαν ότι ακόμη και ένα απλό οπτικό ερέθισμα πυροδοτεί μια σειρά από περίπλοκες εγκεφαλικές διεργασίες, τις οποίες αν έπρεπε ή αν μπορούσε να τις παρακολουθήσει ένας άνθρωπος λεπτομερώς, τότε δεν θα είχε ούτε τον χρόνο ούτε την ενέργεια για να κάνει ή να σκεφτεί οτιδήποτε άλλο!

Το οπτικό μας σύστημα φαίνεται πως είναι ιδιαίτερα ευάλωτο και επιρρεπές στις οπτικές πλάνες, δηλαδή σε αξιοπερίεργα αντιληπτικά σφάλματα, τα οποία, ωστόσο, ακολουθούν κάποιους αυστηρούς αντιληπτικούς κανόνες που, με τη σειρά τους, προκύπτουν από και κυρίως εκφράζουν τους εγγενείς περιορισμούς του ανθρώπινου οπτικού εγκεφάλου.

Η ύπαρξη αυτών των περιορισμών και αυτών των αντιληπτικών κανόνων οφείλεται, προφανώς, στην ιδιαίτερη εξέλιξη του ανθρώπινου είδους.

Γεγονός που δημιουργεί τη βάσιμη υποψία ότι, ως είδος, είμαστε καταδικασμένοι στην οπτική πλάνη. Και μάλιστα εκ φύσεως.

Ομως για τους αόρατους εγκεφαλικούς μηχανισμούς που ευθύνονται όχι μόνο για τις συνήθεις οπτικές πλάνες αλλά και για τις αξιοθαύμαστες οπτικές μας τέχνες θα πούμε περισσότερα στο επόμενο άρθρο.

Η αρχαιολογία των προεπιστημονικών ιδεών για την όραση

Οπτική αντίληψη  

Ανατρέχοντας κάποιος στους ιδιαίτερα γοητευτικούς «μύθους» του παρελθόντος σχετικά με τον αόρατο διάλογο των ματιών μας με το φως, μπορεί να αξιολογήσει αντικειμενικότερα την πρόοδο που έχει συντελεστεί τις τελευταίες δεκαετίες στην επιστημονική και τεχνολογική ιδιοποίηση της ανθρώπινης όρασης.

Πώς άραγε η ανθρώπινη σκέψη εξηγούσε, επί αιώνες, τη σχεδόν μαγική ικανότητα των ματιών μας να βλέπουν;

Συνήθως ως θείο δώρο! Ακόμη και οι πλέον εκλεπτυσμένοι αρχαίοι φυσικοί φιλόσοφοι ανέτρεχαν σε υπερφυσικές εξηγήσεις για να κατανοήσουν το «θαύμα» της όρασης.

Σύμφωνα με τον Πυθαγόρα και τους πιο λαμπρούς μαθητές του, όπως ο Ευκλείδης, το ανθρώπινο μάτι εκπέμπει μια δέσμη ακτίνων που, ταξιδεύοντας ευθύγραμμα στον χώρο, προσκρούουν σε διάφορα αντικείμενα.

Η αίσθηση της όρασης προκαλείται από αυτή τη σύγκρουση των άυλων ακτίνων των οφθαλμών με τα υλικά αντικείμενα του κόσμου.

Οπως οι τυφλοί αντιλαμβάνονται μέσω της αφής τον σκοτεινό κόσμο που τους περιβάλλει, και κινούνται με τη βοήθεια ενός μπαστουνιού, με ανάλογο τρόπο οι ακτίνες των ματιών «αγγίζουν» τα πράγματα, και είναι ορατό μόνον ό,τι προσκρούει στις οπτικές ακτίνες!

Ο Δημόκριτος, ωστόσο, είχε μια εντελώς διαφορετική άποψη.

Διατύπωσε μάλιστα μια ιδιοφυή, αλλά πολύ πρώιμη για την εποχή του, θεωρία εκπομπής ή απόσπασης ειδώλων από τα υλικά αντικείμενα.

Ολα τα υλικά πράγματα εκπέμπουν διαρκώς εικόνες του εαυτού τους στον γύρω χώρο. Και όταν αυτά τα «είδωλα» των πραγμάτων εισέρχονται στην κόρη του οφθαλμού, αυτός σχηματίζει τις οπτικές εικόνες τους.

Μια συμπληρωματική «ατομική» θεωρία υποστήριζε ότι τα αντικείμενα είναι ορατά επειδή από κάθε σημείο τους εκπέμπουν μη ορατά τμήματα ύλης που συλλαμβάνονται από τα μάτια, τα οποία μπορούν να ανασυνθέτουν την αρχική εικόνα των αντικειμένων από αυτά τα άτομα της όρασης.

Αν, τώρα, αντικαταστήσουμε την αρχαϊκή λέξη «είδωλα» με τη λέξη «αναπαραστάσεις», και τα «άτομα της όρασης» με τη λέξη «φωτόνια», συνειδητοποιούμε ότι αυτές οι ευφάνταστες πανάρχαιες «εξηγήσεις» δεν είναι και τόσο αντιεπιστημονικές: η πρώτη αποτελεί μια ψυχολογική θεωρία της αντίληψης, ενώ η δεύτερη μια φυσική θεωρία της όρασης.

Ο Πλάτωνας, εντούτοις, δεν φαίνεται να συμφωνεί με καμία από τις δύο παραπάνω θεωρίες της όρασης: ούτε με το «μάτι-φάρο» του Πυθαγόρα ούτε με το υπερβολικά υλιστικό και παθητικό «μάτι-παγίδα» του Δημόκριτου.

Και γι’ αυτό θα προτείνει μια τρίτη εναλλακτική θεωρία, η οποία όχι μόνο εναρμονίζεται αλλά και ενισχύει τις μεταφυσικές του παραδοχές.

Βασιζόμενος κυρίως στις απόψεις του Εμπεδοκλή, ο Πλάτων θα επιχειρήσει μια πολύ επιτήδεια αλλά ατεκμηρίωτη –ακόμη και για τα ελλιπή δεδομένα της εποχής– σύνθεση των φυσικών και των υπερφυσικών ερμηνειών της όρασης.

Ετσι, κατά τον Πλάτωνα, η αίσθηση της όρασης προκύπτει αβίαστα από τη σύμφυση δύο ρευμάτων φωτός: παράγεται όταν το εσωτερικό-ψυχικό ρεύμα φωτός που εκπέμπεται από τα μάτια μας, ενώνεται με το εξωτερικό αλλά ομοούσιο ρεύμα φωτός που φωτίζει το σύμπαν (βλ. «Τίμαιος», 45b-46c, μτφρ: Β. Κάλφας).

Αυτή η πλατωνική προσπάθεια σύνθεσης του ανθρώπινου ενδογενούς φωτός με το πρωταρχικό συμπαντικό φως (που, σύμφωνα με το κείμενο, διαμεσολαβείται από την όραση των ματιών του εγκεφάλου!), θα παρερμηνευτεί συστηματικά τους επόμενους αιώνες και θα οδηγήσει σε αποκρυφιστικές ερμηνείες της πλατωνικής «σύμφυσης» ως «συναύγειας».

Σε κάθε περίπτωση, η «συναύγεια» ήταν και παραμένει μια μυστικιστική κρυπτοθεολογική έννοια την οποία, σημειωτέον, ο ίδιος ο Πλάτων ουδέποτε χρησιμοποίησε.

Παρ’ όλα αυτά, η επιστημονική σκέψη θα χρειαστεί πάνω από μία χιλιετία για να καταστήσει περιττή την ιδέα της «συναύγειας» και να απαλλαγεί σταδιακά από τα υπερφυσικά «οπτικά πνεύματα».

Η απαξίωση των υπερφυσικών εξηγήσεων της όρασης, σε συνδυασμό με την ανακάλυψη των ανατομικών «λεπτομερειών» του οπτικού συστήματος, θα ανοίξουν τον δρόμο στην επιστημονική κατανόηση της όρασης.

***

Σπύρος Μανουσέλης - Πηγή: efsyn