- Ξεχωρίζω τους επιβάτες σε δέματα των χιλίων, είπε ο κλειδούχος. Στέλνω τα τρένα που τους μεταφέρουν, άλλοτε προς τα δεξιά και άλλοτε προς τα αριστερά. Και μια φωτισμένη ταχεία αμαξοστοιχία, βροντώντας όπως το μπουμπουνητό, τράνταξε την καμπίνα του κλειδούχου.
- Είναι πολύ βιαστικοί, είπε ο μικρός πρίγκιπας. Τι ψάχνουν;
- Αυτό δεν το ξέρει ούτε ο άνθρωπος της ατμομηχανής, είπε ο κλειδούχος.
Μια δεύτερη φωτισμένη ταχεία βρόντηξε σε αντίθετη κατεύθυνση.
- Επιστρέφουν κιόλας; Ρώτησε ο μικρός πρίγκιπας.
- Δεν είναι οι ίδιοι, είπε ο κλειδούχος. Είναι μια ανταλλαγή. Άλλοι πάνε, άλλοι έρχονται.
- Δεν ήταν ευχαριστημένοι εκεί που βρίσκονταν;
- Κανείς δεν είναι ποτέ ευτυχισμένος εκεί που βρίσκεται, είπε ο κλειδούχος.
Και βρόντηξε το μπουμπουνητό μιας τρίτης φωτισμένης ταχείας.
- Κυνηγούν τους πρώτους ταξιδιώτες; Ρώτησε ο μικρός πρίγκιπας.
- Δεν κυνηγούν τίποτα απολύτως, είπε ο κλειδούχος. Κοιμούνται μέσα εκεί ή χασμουριούνται. Μόνο τα παιδιά πατικώνουν τις μύτες τους στα τζάμια.
- Μόνο τα παιδιά γνωρίζουν τι ζητούν, είπε ο μικρός πρίγκιπας. Χάνουν χρόνο για μια κούκλα από κουρέλια και αυτή γίνεται πολύ σημαντική, κι αν τους την αρπάξεις, κλαίνε...
- Είναι τυχερά, είπε ο κλειδούχος.
- Καλημέρα, είπε ο μικρός πρίγκιπας.
- Καλημέρα, είπε ο έμπορος. Ήταν ένας έμπορος τελειοποιημένων χαπιών που καταπραΰνουν τη δίψα. Καταπίνει κανείς ένα την εβδομάδα και δεν αισθάνεται πια την ανάγκη να πιει.
- Γιατί τα πουλάς αυτά; είπε ο μικρός πρίγκιπας.
- Γιατί είναι μεγάλη εξοικονόμηση χρόνου, είπε ο έμπορος. Οι ειδήμονες έκαναν υπολογισμούς. Εξοικονομούν πενήντα τρία λεπτά της εβδομάδα.
- Και τι κάνεις με αυτά τα πενήντα τρία λεπτά;
- Κάνεις ό, τι θέλεις...
«Εγώ» μονολόγησε ο μικρός πρίγκιπας, «αν είχα στη διάθεσή μου πενήντα τρία λεπτά να ξοδέψω, θα κατευθυνόμουν με το πάσο μου σε μια πηγή...».