«Δεν κοιτάζουμε πια ο ένας τον άλλον, δεν αγγιζόμαστε...»

16.12.2016
«Δεν κοιτάζουμε πια ο ένας τον άλλον, δεν αγγιζόμαστε...»

«..το άτομο που είναι γεμάτο αγάπη δεν έχει ξεχάσει τις ανάγκες του.

Σας φαίνεται περίεργο αυτό. Όλοι όμως έχουμε ανάγκες.

Σωματικά δεν χρειαζόμαστε πολλά πράγματα, ακόμη κι αν πιστεύουμε ότι χρειαζόμαστε, αλλά σπαταλάμε όλο μας το χρόνο ικανοποιώντας τις υλικές μας ανάγκες και τις ανάγκες των παιδιών μας.

Τρώμε καλά και συνήθως ζούμε σε όμορφα σπίτια. Αν νιώσουμε άσχημα, πηγαίνουμε στο γιατρό.

Όμως οι πιο σημαντικές ανάγκες απ’ όλες είναι αυτές που νιώθουμε σαν ανάγκη από μέσα – την ανάγκη να μας βλέπουν, να μας γνωρίζουν, την ανάγκη για αναγνώριση και καταξίωση, την ανάγκη να απολαμβάνουμε τον κόσμο, να βλέπουμε τα ατελείωτα θαύματα της ζωής, να βλέπουμε πόσο θαυμάσιο πράγμα είναι να είσαι ζωντανός.

Έχουμε ξεχάσει όμως πώς να βλέπουμε ο ένας τον άλλο.

Δεν κοιτάζουμε πια ο ένας τον άλλον, δεν ακούμε πια ο ένας τον άλλο, δεν αγγιζόμαστε, ούτε τα παιδιά μας δεν αγγίζουμε.

Στον πολιτισμό μας όταν ένα παιδί είναι τριών χρονών, το κατεβάζουμε από την αγκαλιά μας και του λέμε: «Τι αηδίες είναι αυτές; Δεν πρέπει να κάνεις τέτοια πράγματα με τον πατέρα σου. Κατέβα από την αγκαλιά μου, δεν ντρέπεσαι τριών χρονών παιδί να θέλεις να φιλάς τον πατέρα σου; Πρέπει να γίνεις άντρας. Οι άντρες δεν φιλιούνται μεταξύ τους».

Μπορεί να μην το ξέρετε, αλλά στο Λος Άντζελες υπάρχει ένας κανονισμός της πόλης που το θεωρεί πλημμέλημα όταν δύο άντρες αγκαλιάζονται. Πώς σας φαίνεται αυτό; Έτσι, για να δείτε πού έχουμε φτάσει.

Μία από αυτές τις ημέρες θα διαβάσετε στις εφημερίδες ότι πήγα φυλακή γιατί αγκάλιασα κάποιον. Συνήθως αγκαλιάζω τον πρύτανή μας. Παθαίνει μεγάλη ταραχή. Κανείς δεν τον πλησιάζει από κοντά, το γραφείο του είναι δύο μίλια μακρύ. Εγώ τον συναντάω στο ασανσέρ και του λέω, «Γεια σου πρύτανη» και τον αγκαλιάζω.

Είναι ευνόητο το γιατί από αυτή τη γενιά, από αυτή την εποχή ξεπήδησε μία φιλοσοφία σαν τον πρώιμο υπαρξισμό – τέτοια είναι η αποξένωσή μας.

Είμαι άραγε πραγματικός; Υπάρχω;

Αφού κανείς δεν με κοιτάζει. Κανείς δεν με αγγίζει. Μιλάω στους άλλους και δεν με ακούνε. Κοιτάζουν πάνω από τον ώμο μου να δουν ποιος άλλος είναι εδώ. Κανείς δεν κοιτάζει τα μάτια μου.

Είμαι μόνος και πεθαίνω από μοναξιά.

Όπως είπε και ο Σβάιτσερ, «Είμαστε τόσο σφιγμένοι ο ένας πάνω στον άλλο κι όμως πεθαίνουμε από μοναξιά».

 

Leo Buscaglia, «Να Ζεις, να Αγαπάς και να Μαθαίνεις» – απόσπασμα