Δ. Π. Παπαδίτσας, «Από πού έρχεται η νύχτα;»

17.04.2016
Δ. Π. Παπαδίτσας, «Από πού έρχεται η νύχτα;»

IV

Από πού έρχεται η νύχτα; πως μπορεί και μπαίνει μες στα δέντρα

Σαν τη βροχή στο χώμα; Εσύ που είσαι δίπλα μου

Και δεν μπορώ να σ’ αφήσω και να φύγω διότι

Η ψυχή μου είναι σκελετός πουλιού που βρέθηκε εντός σου

Κοίτα με.

Μήπως δεν μπορείς βλέποντας με να με στεγνώσεις

Σαν να ‘μαι ένα βρεμένο ρούχο κι εσύ το μεσημέρι;

Πώς να φύγεις; η βροχή σε καρφώνει πάνω μου με χιλιάδες καρφιά

Έγινα εκείνο που θυμάσαι σ’ όλη σου τη ζωή

Είμαι κι ο αγέρας όταν είσαι φωτιά.

VI

Αν διψάσεις εγώ θα σου γίνω νερό

Σε μένα θα σκύψει το στόμα σου εμένα θα ευχαριστήσεις

Σε μένα θα δώσεις τη γδύμνια σου

Εσύ η ρίζα από μένα το υγρό χώμα θα περιβληθείς

Κι ο κόσμος θ’ ακούσει τη χαρούμενη κραυγή σου

Εσύ θ’ απλώσεις αποφυάδες στο κορμί μου

Που από μέσα θα με πονούν διασχίζοντας με

Κι ας με πονούν, η χαρούμενη κραυγή σου με φέρνει στη θάλασσα

Με πάει πιο μακριά με ξυπνάει πάνω σε χορτάρια

Οδηγεί τα χέρια μου, τα θρυμματίζει σε άπειρες μικρές φωτιές

Που η φεγγοβολή τους μεγαλύνει την ψυχή του πλησίον

Αν νυστάξεις εγώ θα σου γίνω μαλακό κρεβάτι να κοιμηθείς

Κι από κάθε της καρδιά μου χτύπο θα πετιέται

Κι ένα όνειρο. Το πρωί εγώ θα ‘μαι τα παιδιά

Που θα τους λες τα όνειρα

Εγώ θα ‘μαι η χαρά τους να σ’ ακούν και να σε βλέπουν

Να σ’ αγγίζουν με των ματιών τους το μυστήριο

Και να σ’ αφήνουν ύστερα μ’ έναν τρόπο σαν τα πουλιά

Αν κρυώνεις εγώ θα σου γίνω το ένδυμα

Κι αν ήμουν ως τώρα κρύος αγέρας θα το ξεχάσω

Θα γίνω η γλυκιά φωτιά σ’ όσους κρυώνουν

Αχ τα κρύα χέρια των ανθρώπων κι η φωτιά

Αν πεινάσεις εγώ θα ‘μαι το ψωμί

Το ξεχασμένο στη σκοτεινιά του ντουλαπιού

Θέ μου η ψυχή του πεινασμένου

Φωτίζει πάντα ένα ψωμί.

 

Δ. Π. Παπαδίτσας, «Νυχτερινά» (1956)

CoverPhoto: @Ελένη Λαυρεντάκη